βαρυστομαχιάζω

βαρυστομαχιάζω
αμετ.
1) страдать несварением желудка; 2) переедать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "βαρυστομαχιάζω" в других словарях:

  • βαρυστομαχιάζω — βαρυστομαχιάζω, βαρυστομάχιασα, βαρυστομαχιασμένος βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βαρυστομαχιάζω — [βαρυστομαχιά] αισθάνομαι βαρυστομαχιά …   Dictionary of Greek

  • βαρυστομαχιάζω — ιασα, βαρυστομαχιασμένος, αισθάνομαι βαρύ το στομάχι μου, υποφέρω από δυσπεψία: Το βραδινό φαγητό με βαρυστομαχιάζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαρυστομαχιά — και βαροστομαχιά και βαρυστομαχίλα, η και βαρυστομάχιασμα, το βάρυνση του στομαχιού λόγω δυσπεψίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. βαρυστομαχιά και βαρυστομαχίλα < επίθ. βαρυστόμαχος, ενώ ο τ. βαρυστομάχιασμα < βαρυστομαχιάζω] …   Dictionary of Greek

  • στομαχικεύομαι — Μ [στομαχικός] βαρυστομαχιάζω, έχω δυσπεψία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»